κωπήποδα

κωπήποδα
(copepoda). Ομοταξία του φύλου των καρκινοειδών, η οποία υποδιαιρείται σε 9 τάξεις, 24 οικογένειες και περισσότερα από 8.000 είδη. Τα κ. έχουν επίμηκες σώμα, το οποίο χωρίζεται σε μεταμερή και αποτελείται από το κεφάλι που φέρει τα στοματικά εξαρτήματα και τις κεραίες, τον θώρακα, με έξι μεταμερή, που φέρουν κολυμβητικά εξαρτήματα, και την κοιλιά με πέντε μεταμερή χωρίς εξαρτήματα. Ποικίλος αριθμός θωρακικών μεταμερών μπορεί να συντήκεται με το κεφάλι. Το σώμα, μέσω μιας άρθρωσης, χωρίζεται σε πρόσωμα και ουρόσωμα. Με τα πολυάριθμα είδη τους συνιστούν ένα σημαντικό ποσοστό του θαλάσσιου πλαγκτού και των γλυκών νερών. Περίπου το ένα τέταρτο των ειδών των κ. παρασιτούν σε διάφορα ζώα, από ασπόνδυλα έως κητώδη. Σε αυτά το σώμα μπορεί να χάνει την τυπική του δομή, λόγω απώλειας μεταμερών ή εξαρτημάτων. Το μέγεθος των περισσότερων είναι μικρότερο των 2 χιλιοστών, ωστόσο υπάρχουν και εξαιρέσεις που φτάνουν τα 30 εκ.
* * *
τα
ζωολ.
υφομοταξία εντομοστράκων καρκινοειδών, αντιπροσωπευτικός τύπος τών οποίων είναι το γένος κύκλωψ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. copepoda < αγγλ. cope- (< κώπη «κουπί») + -poda (< πούς, ποδός). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος από τον Μ. Ισηγόνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καρκινοειδή — Φύλο που περιλαμβάνει υδρόβιους, κυρίως θαλάσσιους οργανισμούς· σύμφωνα με άλλους συστηματικούς ζωολόγους, τα κ. συνιστούν υποφύλο του φύλου των αρθροπόδων. Αρκετά κ. κολυμπούν, άλλα βαδίζουν στον βυθό ή είναι προσκολλημένα σε αυτόν. Η αναπνοή… …   Dictionary of Greek

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

  • αρθρόποδα — Φύλο ασπόνδυλων που ονομάζονται έτσι επειδή έχουν αρθρωτά πόδια. Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα πόδια, αλλά ολόκληρο το σώμα τους αποτελείται από διάφορα τμήματα (άρθρα) που συνδέονται μεταξύ τους με αρθρώσεις ποικίλου σχήματος και κινητικότητας …   Dictionary of Greek

  • κάλιγος — (Caligus). Γένος κωπηπόδων της οικογένειας των καλιγιδών. Στο γένος αυτό ανήκουν μικροί οργανισμοί που αποτελούν εξωτερικά παράσιτα των θαλάσσιων ψαριών, τα οποία προκαλούν σημαντικά προβλήματα στις ιχθυοκαλλιέργειες. Αριθμεί πολλά είδη, το… …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτό — Με τον όρο αυτό –που προέρχεται από το ρήμα πλανώμαι– χαρακτηρίζεται το σύνολο των οργανισμών που ζουν στη μάζα των νερών, σε αντίθεση με το βένθος, που αποτελείται από τους οργανισμούς του βυθού. Με την ευρεία αυτή έννοια, το π. περιλαβαίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”